- αὐτόσπορος
- αὐτόσποροςself-sownmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόσπορος — αὐτόσπορος, ον (Α) αυτός που έχει σπαρθεί από μόνος του ή που είναι γόνιμος από μόνος του … Dictionary of Greek
αὐτόσπορον — αὐτόσπορος self sown masc/fem acc sg αὐτόσπορος self sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσπορε — αὐτόσπορος self sown masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσποροι — αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτόσποροι — αὐτόσποροι , αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)